καντάδα

καντάδα
Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του 17ου αι. Πρόκειται για έναν αρχαϊκό τύπο του όρου cantata ο οποίος, πριν ακόμα πάρει τη σημασία με την οποία είναι σήμερα γνωστός (βλ. λ. καντάτα), σήμαινε κάθε μουσικό έργο γραμμένο για να τραγουδιέται και όχι για να παίζεται σε μουσικά όργανα (sonata). Ωστόσο, η κ. διαδόθηκε στη νεοελληνική μουσική ορολογία, υποδηλώνοντας ένα συγκεκριμένο είδος λυρικής χορωδιακής μουσικής με ευκολομνημόνευτη μελωδική γραμμή (φανερά επηρεασμένη απο ιταλικά πρότυπα) και απλή ομοφωνική κατασκευή, σχεδόν πάντοτε αυτοσχέδια, πάνω σε στίχους συχνά ερωτικού περιεχομένου. Η κ. πρωτοεμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στα Επτάνησα (ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά) και μπορεί να θεωρηθεί ως ένα πραγματικό λαϊκό τραγούδι, που διαφέρει μάλιστα σημαντικά από το δημοτικό τραγούδι της υπόλοιπης Ελλάδας – όχι μόνο από άποψη μουσικού ύφους αλλά επίσης από το γεγονός ότι χρησιμοποιεί πολυφωνία. Από τις τρεις φωνές της κ. η πρώτη εκτελεί τη μελωδία, η δεύτερη συνοδεύει την πρώτη σε μουσικά διαστήματα τρίτης ή έκτης (σιγόντο), ενώ η τρίτη κρατά τους βασικούς φθόγγους (μπάσο), που συνήθως περιορίζονται στην τονική, δεσπόζουσα και υποδεσπόζουσα. Προς τα τέλη του 19ου –και κυρίως στις αρχές του 20ού αι.– η κ. διαδόθηκε και στην περιοχή της Αθήνας, όπου συνθέτες όπως o Νικόλαος Κόκκινος και ο Νικόλαος Λάβδας έγραψαν χαρακτηριστικά δείγματα του είδους, είτε για να εξυμνήσουν παλιές γραφικές συνοικίες της πρωτεύουσας είτε για να σατιρίσουν γνωστούς αθηναϊκούς τύπους ή συνήθειες της εποχής. Ο Νικόλαος Κόκκινος (1863-1919), ένας γραφικός και αυτοδίδακτος μουσικός εκπρόσωπος της αθηναϊκής χρυσής εποχής, απομακρύνθηκε αισθητά από το ιταλόφερτο (αλλά και μαζί αυθόρμητο) ύφος της επτανησιακής κ. και δημιούργησε ένα δικό του είδος αθηναϊκής καντσονέτας, άλλοτε εύθυμης και άλλοτε αισθηματικής, γραμμένης συνήθως για μία ανδρική φωνή σόλο, ανδρική χορωδία (που εκτελεί την επωδό) και οργανικό σύνολο από κιθάρες και μαντολίνα.
* * *
η
πολυφωνικό συνήθως τραγούδι, με ερωτικό θέμα, που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας τις νυχτερινές ώρες στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. cantada < ρ. cantare «τραγουδώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καντάδα — η (λ. ενετ.), είδος πολύφωνου τραγουδιού που τραγουδιέται τη νύχτα στους δρόμους με κιθάρα ή άλλα έγχορδα όργανα: Μου κάνουν κάθε βράδυ καντάδα κάτω από το παραθύρι μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Music of Greece — General topics Ancient Byzantine Néo kýma Polyphonic song Genres Entehno …   Wikipedia

  • γροθοπατινάδα — η ειρων. συνεχές γροθοκοπάνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρόθος + πατινάδα κατά τα μαντινάδα, καντάδα] …   Dictionary of Greek

  • σερενάτα — (serenata). Σύνθεση για τραγούδι και όργανα με την οποία, από τα τέλη του 17ου αι., τιμούνταν διάφορα πρόσωπα με την ευκαιρία εορταστικών εκδηλώσεων. Με την έννοια αυτή η σ. πήρε πολλές φορές την ευρύτητα του ορατόριου και της καντάτας. Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • χιονιά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησε δια της πυράς επί Μαξιμιανού (245 – 310). * * * η, Ν 1. χιονιάς 2. χιονόμπαλα 3. βολή με χιονόμπαλα 4. μτφ. το λευκό χρώμα («τρελή σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη… …   Dictionary of Greek

  • τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… …   Dictionary of Greek

  • πατινάδα — η τραγούδι ερωτικό, μαντινάδα, καντάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιχύνω — περίχυσα, περιχύθηκα, περιχυμένος 1. βρέχω κάτι ραντίζοντας το με νερό, περιβρέχω, καταβρέχω: Του κάνανε καντάδα νυχτερινή κι εκείνος τους περίχυσε με νερό. 2. περιχύνομαι ρίχνω πάνω μου υγρό (νερό, φαγητό κτλ.), λερώνομαι: Περιχύθηκες με μελάνη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σερενάδα — σερενάδα, η και σερενάτα, η (λ. ιταλ.), τραγούδι που τραγουδιέται τη νύχτα κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης κάποιου, καντάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγαράδα — η φως από ολόγιομο φεγγάρι, που πλημμυρίζει τη νύχτα, φως πανσέληνου: Καντάδα με φεγγαράδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”